- αρματωσιά
- η (Μ ἀρματωσιά)1. πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός2. οπλισμός, πανοπλίανεοελλ.1. τα ξάρτια του πλοίου2. το σύνολο των κοσμημάτων μιας ενδυμασίας3. τα χρυσά κεντήματα φορεσιάςμσν.η σέλα του αλόγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρματωσιά — η 1. το σύνολο των όπλων ενός άντρα: Θάμαζαν την αρματωσιά του. 2. τα άρμενα ενός πλοίου στο σύνολό τους, τα ξάρτια: Η αρματωσιά του καϊκιού τους στοίχισε πολλά χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
εξαρματώνω — και ξαρματώνω 1. αφαιρώ βίαια τα άρματα, τα όπλα, αφοπλίζω κάποιον 2. (για πλοίο) αφαιρώ την αρματωσιά, παροπλίζω 3. συνεκδ. προσβάλλω κάποιον με τον αφοπλισμό πού τού κάνω … Dictionary of Greek
εξαρτία — η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) [άρτιος] 1. (για πλοίο) η αρματωσιά 2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα νεοελλ. 1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών τού πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται… … Dictionary of Greek
εξαρτισμός — ο (AM ἐξαρτισμός) [εξαρτίζω] νεοελλ. 1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του 2. το σύνολο τών σχοινιών τού πλοίου 3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί τού πλοίου, κν. η αρματωσιά αρχ. (κυρ. για… … Dictionary of Greek
ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
Ερβιέ, Πολ — (PaulHervieu, Νεϊγί σιρ Σεν 1857 – Παρίσι 1915). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά δημοσίευσε σατιρικά μυθιστορήματα, καυτηριάζοντας την παριζιάνικη αριστοκρατική κοινωνία. Μερικά από αυτά είναι: Η παρισινή κτηνωδία (1883), Ο άγνωστος (1886), Φλερτ… … Dictionary of Greek